Το τούνελ



Ernesto Sabato
Εκδόσεις: Αστάρτη
Σελίδες: 173
Τίτλος πρωτοτύπου: El tunel
Μετάφραση: Μάγια-Μαρία Ρούσσου




Περνώντας τα λογοτεχνικά αλλά και κυριολεκτικά σύνορα της Ουρουγουάης αφού πριν διάβασα το "Ναυπηγείο" του Onneti, έφτασα στην Αργεντινή και έκανα μια στάση στο Μπουένος Άιρες για να γνωρίσω τον συγγραφέα του "Τούνελ", Ernesto Sabato. Η συμπάθεια μου προς την λατινοαμερικανική λογοτεχνία όσο πάει και μεγαλώνει και τελευταία ίσως να έχει πάρει την μορφή μανίας καθώς έχω αποκτήσει αρκετά βιβλία από τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή του πλανήτη μας. Το καλό βέβαια είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των έργων ταιριάζει στα αναγνωστικά γούστα μου και ικανοποιεί τις προσδοκίες μου.

Βρισκόμαστε στο Μπουένος Άιρες. Ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ είναι ένας 38χρονος καλλιτέχνης και συγκεκριμένα ζωγράφος. Σε μια έκθεση ζωγραφικής που παρουσιάζονται κάποια έργα του παρατηρεί μια νεαρή γυναίκα την Μαρία Ιριμπάρνε να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή έναν πίνακα του.  Οι κριτικοί της εποχής του προσδίδουν εγκωμιαστικά σχόλια, παρόλα αυτά ο ίδιος δεν φαίνεται να συγκινείται αφού πιστεύει πως δεν αγγίζουν την ψυχή του ίδιου αλλά και του έργου του. Τώρα όμως νιώθει πως αυτή η γυναίκα καταλαβαίνει και κατανοεί πραγματικά το έργο του όσο κανένας άλλος και είναι εκστασιασμένος. Η γκαλερί φτάνει στο τέλος της αλλά ο ζωγράφος δεν κατορθώνει να έρθει σε επαφή με την γυναίκα αυτή και χάνει τα ίχνη της. Τον επόμενο καιρό νιώθει μια τρομερή απογοήτευση και μελαγχολία για το γεγονός αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να συναντήσει την θαυμάστρια του πίνακα του, κάτι που με τον καιρό του γίνεται ένα είδος εμμονής. Όταν μετά από καιρό το καταφέρνει νιώθει μια αγαλλίαση, σαν να ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Η επαφή και η σχέση που αναπτύσσουν είναι πολύ ιδιαίτερη με καλές και κακές στιγμές. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Μαρίας, η σκοτεινή (γι' αυτόν) πλευρά της ζωής της που ανακαλύπτει σιγά σιγά, ο τρόπος που αυτή αντιμετωπίζει τη σχέση τους και η συμπεριφορά της τον τρελαίνει. Αναπάντητα ερωτηματικά και αμφιβολίες του δημιουργούν την ανάγκη να κάνει ατελείωτες υποθέσεις που έχουν κωμικοτραγικό χαρακτήρα. Και όσο όλα αυτά βασανίζουν το μυαλό του σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, το τέλος δεν μπορεί να μην είναι τραγικό, όταν συνειδητοποιεί πως το τούνελ μέσα στο οποίο κινείται η ζωή του και αυτό που κινείται το αντικείμενο του πόθου του, είναι παράλληλα χωρίς να τέμνονται σε κανένα σημείο.

Ο Sabato καταπιάνεται με ένα πολύ αγαπημένο μου θέμα στο βιβλίο αυτό. Με τα ανθρώπινα πάθη, τις εμμονές και τον τρόπο που μερικές φορές καταλήγουν όλα αυτά να αποκτούν παρανοϊκή φύση. Ένα έργο με υπαρξιακό χαρακτήρα, θέμα που έχει τροφοδοτήσει τόσα πολλά βιβλία γενικότερα αλλά είναι πάντα επίκαιρο και προσωπικά μου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Όπως ακριβώς και στο "Γέλιο στο σκοτάδι" που είχα διαβάσει πριν από λίγο καιρό έτσι και εδώ η αρχή του βιβλίου σου δίνει ουσιαστικά την κατάληξη της όλης ιστορίας. Παρομοίως και εδώ το ενδιαφέρον δεν χάνεται ούτε στιγμή. Και ενώ ο Nabokov στο βιβλίο του χρησιμοποιεί μια πιο "γλυκιά" αφήγηση, στην προκειμένη περίπτωση ο Sabato έχει διαφορετικό στυλ. Η αφήγηση είναι ξερή και αναδύει τρομερή ένταση και επιθετικότητα. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται καθόλου να στήσει μια ιστορία με πλοκή. Η όλη πλοκή είναι μέσα στο μυαλό του αφηγητή που τυχαίνει να είναι ο ίδιος ο ήρωας και επικεντρώνεται στις ψυχοφθόρες ψυχολογικές μεταπτώσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο μυαλό του. Τα παιχνίδια του μυαλού είναι κυριολεκτικά ασταμάτητα και μας τα περνάει με έναν φοβερά επιτυχημένο τρόπο. Συμπερασματικά νομίζω πως πρόκειται για ένα πολύ δυνατό βιβλίο με φοβερά έντονο ύφος. Εφόσον η απουσία δράσης δεν είναι γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για να ευχαριστηθεί κάποιος ένα ανάγνωσμα, σίγουρα αξίζει την προσπάθεια.

Το ναυπηγείο



Juan Carlos Onetti
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 231
Τίτλος πρωτοτύπου: El astillero
Μετάφραση: Αγγελική Αλεξοπούλου




Γραμμένο το 1961, το ναυπηγείο του Ουρουγουανού Onetti θεωρείται ένα από τα σημαντικά έργα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας έχει επίσης τιμηθεί και με το πολύ σημαντικό βραβείο Cervantes, τον πιο τιμητικό τίτλο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έψαχνα καιρό το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς είναι παλιά σχετικά έκδοση και δεν βρίσκεται εύκολα και ευτύχισα να το βρω, αυτό και κάποια άλλα που αναζητούσα αγωνιωδώς και είχα πιστέψει πως μου ήταν αδύνατον να τα αποκτήσω, σε ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης. Φοβερό το συναίσθημα που σε κυριεύει όταν καταφέρεις κάτι για το οποίο είχες χάσει τις ελπίδες σου γενικότερα αλλά και ειδικότερα.


Η πλοκή του βιβλίου τοποθετείται στην Σάντα Μαρία, μια φανταστική πόλη επινοημένη από τον συγγραφέα. Ο Λάρσεν είναι ένας άνδρας άνω της μέσης ηλικίας που επιστρέφει σε αυτήν την πόλη μετά από μια μακροχρόνια απουσία, ένα είδος εξορίας λόγω του πρότερου βίου του, ο οποίος όπως μας δίνεται να καταλάβουμε στην πορεία πρέπει να ήταν κάπως ανήθικος. Αφού περιπλανιέται για λίγο στον παλιό τόπο διαμονής του, επιβιβάζεται σε ένα καραβάκι και κατεβαίνει λίγες ώρες πιο μακριά σε μια περιοχή που λέγεται το λιμάνι του ναυπηγείου. Εκεί δεσπόζει ένα παλιό ναυπηγείο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο ουσιαστικά αφού είναι υπό καθεστώς πτώχευσης αλλά που παρόλα αυτά συνεχίζει να απασχολεί δύο εργαζόμενους. Ο Λάρσεν γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη του ναυπηγείου, τον Χερεμίας Πέτρους, ο οποίος αφού του αναλύει την κατάσταση της επιχείρησης του και του δίνει υποσχέσεις για αλλαγή της τροπής των πραγμάτων, του προσφέρει τη θέση του γενικού διευθυντή. Η προσφορά γίνεται αποδεκτή και ο ήρωας του βιβλίου γνωρίζει και τα δύο υπόλοιπα στελέχη της επιχείρησης, χαρακτήρες παράξενοι και με ιδιαιτερότητες. Σύντομα όμως ανακαλύπτει πως η κατάσταση του ναυπηγείου είναι μη αναστρέψιμη, η άρση της χρεοκοπίας φαντάζει απίθανη και οι μισθοί του δεν θα πληρωθούν ποτέ. Μη έχοντας όμως πραγματικά τίποτα άλλο στη ζωή του να κάνει παραμένει και παίζει αυτόν το ρόλο του διευθυντή μόνο και μόνο για να πιστέψει ότι με κάτι ασχολείται. Μέχρι που η πραγματικότητα είναι πια τόσο οδυνηρή στην ψυχολογία του και μαζί με το αίσθημα της μοναξιάς που αρχίζει να νιώθει τον κάνουν να καταρρεύσει.


Ο Onetti πραγματεύεται μέσω της ιστορίας του την αποτυχία του ανθρώπινου επιχειρήματος. Την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του μια εικονική κατάσταση ώστε να καταφέρει να επιβιώσει κάνοντας κάτι, παρόλο που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρόκειται για μια αυταπάτη και η αποτυχία είναι δεδομένη. Δημιουργεί λοιπόν μέσα στις σελίδες του την αντίθεση ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Σε όλα αυτά συνεισφέρει πολύ και το μουντό κλίμα του όλου βιβλίου, μια εικόνα παρακμάζουσα από όποια πλευρά κι αν τη δεις. Δεν ξέρω αν η έλλειψη διάθεσης για διάβασμα τον τελευταίο καιρό επηρέασε την κρίση μου πάνω στο βιβλίο. Προσωπικά όταν διαβάζω θέλω το μυαλό μου να είναι καθαρό χωρίς καμιά έννοια. Δεν ήμουν ακριβώς έτσι όταν το ξεκίνησα αλλά επειδή είχα πολλές μέρες να διαβάσω κάτι θεώρησα πως μπορώ να το κάνω. Για να είμαι ειλικρινής δε μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε. Η αφήγηση είναι κυρίως στο τρίτο πρόσωπο και δεν θα έλεγα πως έχει κάποια δυσκολία στην ανάγνωση του. Άλλωστε είναι και σχετικά μικρό σε όγκο. Απλά η δομή του και ο τρόπος που εκτυλισσόταν η πλοκή σύντομα μου προκάλεσε ένα είδος αδιαφορίας για τη συνέχεια και παρόλο που αναζητούσα το σημείο που θα εκτοξευθεί, δεν το βρήκα ποτέ ως το τέλος. Σε αρκετά σημεία έπιασα τον εαυτό μου να διαβάζει έτσι απλά για να περνάνε οι σελίδες χωρίς να βρίσκω κάτι να μου κινεί το ενδιαφέρον. Μπορεί να το αδικώ γιατί η διάθεση μου δεν είναι και στα καλύτερα της, αλλά μου φάνηκε μέτριο.